- λέχρια
- λέχριοςslantingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεχρία — λεχρίᾱ , λέχριος slanting fem nom/voc/acc dual λεχρίᾱ , λέχριος slanting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχρίας — λεχρίᾱς , λέχριος slanting fem acc pl λεχρίᾱς , λέχριος slanting fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχριος — λέχριος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. εγκάρσιος, λοξός («τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας», Ξεν.) 2. μτφ. ανάποδος, στραβός («πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῑν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λέχ ρ ιος < λεκ σ ρ ιος (πρβλ. λάχ νη < *λακ… … Dictionary of Greek